- τοσαυτάριθμος
- -ον, Μτόσο πολυπληθής όσο και κάποιος άλλος, αριθμητικά αντίστοιχος με κάποιον άλλον («τοσαυταρίθμων δὲ ὑποζυγίων ἱππῶνας», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ- τής αντων. τοσοῦτος, -αύτη, -οῦτον + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ισ-άριθμος].
Dictionary of Greek. 2013.